Σπυρος Γραμμενος: Ο απογονος των σατιρικων


Ευφυέστατος στον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιεί τη σάτιρα στη στιχουργική του, απόλυτα σοβαρός ως προς τα μηνύματα που εκπέμπει προς επικοινωνία. Ο Σπύρος Γραμμένος είναι μία από τις πλέον αξιοσημείωτες περιπτώσεις τραγουδοποιών που –ευτυχώς- ανανεώνουν εις με ήδη σημαντικές αναφορές, το δημιουργικό ενδιαφέρον στην ελληνική μουσική σκηνή. Με αμεσότητα και αιχμηρή γραφή παίρνει θέση σε όσα συνθέτουν την καθημερινότητα και μάλιστα με ξεκάθαρο τρόπο. Ως οφείλει ένας άνθρωπος της Τέχνης και ελπίζουμε να συμβαίνει εμείς ως ακροατές. Πολύ πρόσφατο (και εξαιρετικό) παράδειγμα, η δική του Χώρα των Λωτοφάγων – Ο παππούς, όπου οι στίχοι του Γραμμένου «μιλάνε» την αλήθεια που όλο και πιο πολλοί αποφεύγουν να σκεφτούν…


Ποιο ήταν το ξεκίνημά σου στη μουσική;

Έπαιζα πάντα πολλή μουσική κι έγραφα τραγούδια, ενώ παράλληλα δούλευα στο κομμωτήριο της μητέρας μου, στα Γιάννενα. Επειδή, αρχικά, δεν έπαιζα πουθενά, πρόβαρα τα τραγούδια μου εκεί, στο κομμωτήριο. Μετά δημιουργήσαμε μία μπάντα με το όνομα «Χαμένοι άγγελοι στο κέντρο μιας πόλης που το χαμηλό βαρομετρικό της επηρεάζει παλιά χτυπήματα στα γόνατα και στους αγκώνες, αλλά ποιος νοιάζεται» και εκεί ξεκινήσαμε να παίζουμε πλέον κανονικά. Η μάνα μου έλεγε να γυρίσω στο κομμωτήριο για να επιβιώσω, αλλά εγώ ήθελα τη μουσική, κι ας μου εξηγούσε πως «δεν είναι εύκολο». Ψέματα έλεγε. Από τη μουσική βγάζεις πάρα πολλά λεφτά (σ.σ. γέλια)!


Η κάθοδος στην Αθήνα ήταν αναπόφευκτη;

Θα έπρεπε να σταματήσω, εάν έμενα στα Γιάννενα. Διότι ενώ ως πόλη έχει πολλούς μουσικούς, το κοινό είναι αναλογικά μικρό. Αυτοί που ήταν να με ακούσουν, με άκουσαν. Εκτός εάν μπορούσα να γράφω δέκα καινούρια τραγούδια κάθε εβδομάδα. Μόνο έτσι θα μπορούσα να επιβιώσω.

Υπάρχει μεταβολή στο μουσικό επίπεδο σε σχέση με τις δεκαετίες του ΄80 και του ΄90;

Αυτοί που ακούγανε σκυλάδικα, θα ακούνε πάντα. Πάει ανάλογα πως το βλέπει κανείς. Όταν κυκλοφορείς σε μέρη μ
ε έντεχνα και ροκ ακούσματα νομίζεις πως τα άλλα δεν υπάρχουν. Αλλά υπάρχουν. Και τότε υπήρχαν. Το ‘80 και το ‘90 ήταν στο ζενίθ. Χάλαγε ο κόσμος τα λεφτά του σε λουλούδια. Νομίζω πως εκεί κάπου στο ‘90 άρχισε το σκυλάδικο να γίνεται πιο ποπ. Για να φτάνει και στα δικά μας αυτιά κάπως πιο εύκολα.


Συνέβη το ίδιο και στον «έντεχνο» χώρο;


Σίγουρα. Υπάρχουν τραγούδια στο έντεχνο που τα παίζουν πρώτο πρόγραμμα στα σκυλάδικα. Όπως και τραγούδια που θεωρούνται «λαϊκοπόπ» και αντίστοιχα παίζονται σε «εντεχνάδικα». Πλέον έχει γίνει ένα μεγάλο μπέρδεμα.


















Θα μπορούσε να ερμηνευτεί και ως μια προσπάθεια πιο εύπεπτης επικοινωνίας; Ποια είναι η δική σου στάση;

Δεν ξέρω τι συμβαίνει. Προσωπικά, όταν γραφώ, μου βγαίνει κάτι το οποίο θεωρώ πρώτα εγώ ως αστείο ή όμορφο ή σοβαρό και μετά το ρίχνω στον «αέρα». Τώρα, το ποιος θα το πιάσει; Δεν έχω μπει ακόμη στη λογική να σκεφτώ εμπορικά για ένα τραγούδι, παρότι τελικά αυτό που κάνω είναι κατά μία έννοια εμπορικό διότι κάνω μία μουσική για να πληρωθώ από αυτή και να επιβιώσω, εν τέλει.

Σε ποιο σημείο έρχεται η αλλοτρίωση;

Δεν θα ήθελα να ξεπουλάω αυτό που κάνω. Εάν συμβαίνει κάτι τέτοιο, σίγουρα συμβαίνει μη συνειδητά. Με κάτι ανάλογο είχα στραβώσει όταν έβγαλα τον «Κουκουλοφόρο». Όταν το έγραψα δεν ήθελα να το βγάλω προς τα έξω, γιατί ήταν σαν να εκμεταλλεύομαι μία κατάσταση. Τότε ήταν τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 2008. Ήταν σαν να καπηλεύομαι μία κατάσταση. Από τη άλλη όμως, είναι μουσική αυτό που κάνω. Αφού αυτό έγραψα, από κάπου εμπνέομαι. Έζησα το ίδιο όταν έχασα τον πατέρα μου πριν από ένα χρόνο. Έγραψα ένα τραγούδι, το οποίο είναι σαν ντοκιμαντέρ κηδείας. Αρχικά, σκέφτηκα πως δεν θα το παίξω γιατί είναι ένα πολύ προσωπικό γεγονός. Όμως αυτό κάνω. Με αυτό το μέσο εκφράζομαι. Τώρα εάν γίνει τεράστιο «χιτ» ο θάνατος του πατέρα μου, δεν θα φταίω εγώ.

Ήρθες στην Αθήνα σε μία περίοδο αναταραχής. Είναι ευκαιρία ή παγίδα;

Εντελώς. Ήρθα στα χειρότερα. Εμένα αυτή η κατάσταση με εχει κάνει να μην είμαι και τόσο δημιουργικός. Όταν είναι τόσο χάλια τα πράγματα, δεν μπορώ εύκολα να δουλέψω. Θέλω η ψυχή μου να είναι φλατ. Δεν μπορώ να γράφω συνεχώς. Έχω βαρεθεί να γράφω τραγούδια για τι ίδιο θέμα. Δεν θέλω π.χ. να ξαναγράψω για τους μπάτσους. Θα φανεί ως εμμονή και προσωπικά δεν έχω καμία. Μου έτυχε να βγουν δυο - τρία τραγούδια έτσι, αλλά δεν μπορώ να γράψω πάλι για την κρίση. Θα ήθελα να δίνω μια δύναμη στον άλλον με αυτό που λέω. Αυτό προσπαθώ να κάνω και με το χιούμορ. Δηλαδή, ναι τα πράγματα είναι έτσι όπως τα ξέρουμε, αλλά υπάρχει και μια άλλη οπτική.

Ο «δρόμος» της σάτιρας, ως μέσο έκφρασης, είναι τελικά πιο δύσκολος από ό,τι πιστεύει ο περισσότερος κόσμος;

Δεν ξέρω εάν είναι πιο εύκολος ή πιο δύσκολος. Δεν μπορώ όμως να κάνω κάτι άλλο. Δεν μπορώ να γράψω ένα τραγούδι, απλά για το τραγούδι. Δεν με ενδιέφερε ποτέ να γράψω ένα τραγούδι, χωρίς αυτό το στοιχείο.

Προφανώς και μέσα στη σάτιρα περιέχονται οικεία –σε όλους μας- γεγονότα…

Νομίζω πως είναι πράγματα που ζούμε όλοι μας. Από τα τραγούδια που έχω γράψει, αυτά που έχουν περισσότερη απήχηση είναι αυτά που εξιστορούν κοινά πράγματα. Στις «Αϋπνίες» που γράφω πως «Διαβάζω τα σαμπουάν και τις μπατονέτες», ε, όλοι οι άνδρες στο μπάνιο διαβάζουν τα σαμπουάν και όσα υπάρχουν τριγύρω. Επίσης, δεν μπορώ τη σάχλα, για τη σάχλα. Μόνο να κάνουμε πλάκα, έτσι απλά. Σε κάθε τραγούδι, πάντα υπάρχει σχόλιο για όσα με ενοχλούν.

Σε παλιότερες συνεντεύξεις σου έχεις επισημάνει τους Γιάννη Λογοθέτη και Βασίλη Νικολαΐδη, από μια γενιά που περιλαμβάνει επίσης τον Ζορζ Πιλαλί ή τον Δημήτρη Πουλικάκο και τον Τζίμη Πανούση, στην κατηγορία των καλλιτεχνών που χρησιμοποιούν τη σάτιρα ή το χιούμορ ως εργαλείο για καταγγελτικό στίχο…

Σε αυτούς βρίσκω αυτό το στοιχείο με το χιούμορ στο στίχο. Μου αρέσουν όλοι τους, αλλά ξεχωρίζω κυρίως τον Νικολαΐδη και τον Λογοθέτη. Τους έχω πολύ ψηλά.

















Η δική σου γενιά καταθέτει ήδη τη δική της γραφή ή βρίσκεται στην πορεία;

Είναι στην πορεία, δεν ξέρουμε τι θα γίνει, αλλά ήδη αυτή η γενιά έχει δώσει πολύ καλά δείγματα. Ξεχωρίζω τον Ζακ Στεφάνου για τον στίχο του, σε σημείο που τον ζηλεύω. Είναι πάρα πολύ καλός. Ξεχωρίζω, επίσης, και τον Μουζουράκη για τη φωνή του, ενώ μου αρέσει πολύ και ο «Κύριος Κ» για την αισθητική του. Σταματάω εδώ, γιατί θα ξεχάσω αρκετούς.

Φαίνεται, πως στα τραγούδια σου δίνει προτεραιότητα στο στίχο…

Από μικρός το είχα αυτό. Ίσως πάλι να μην είμαι και τόσο καλός μουσικός για να δίνω βάση πρώτα στη μουσική και γι’ αυτό και δεν παίζω κιόλας ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής. Γράφω τον στίχο με μια μελωδία και τον παντρεύω εκ των υστέρων με το είδος της μουσικής που ταιριάζει.

Τι γνώμη έχεις για το πολιτικό τραγούδι;

Παλιά ήταν ένα πράγμα. Ακόμη και ρυθμικά. Όμως, έχει «ανοίξει» πλέον η μουσική. Κι ο Σιδηρόπουλος πολιτικό τραγούδι έκανε. Δεν μπορούμε να το συνδέουμε μόνο π.χ. με τον Θεοδωράκη. Όλη η νέα γενιά που αναφέραμε πιο πριν έχει κοινωνικές ευαισθησίες. Το πολιτικό τραγούδι είναι κάτι πιο στρατευμένο, νομίζω. Ενώ το κοινωνικό είναι αυτό του γύρω μας. Ο κοινωνικός στίχος αναφέρεται σε όλα αυτά που ζούμε γύρω μας. Στο πολιτικό τραγούδι μιλάει κανείς για μία κατάσταση συνολικά, ενώ στο τραγούδι με κοινωνικό στίχο μιλάς για μεμονωμένα πράγματα. Προσωπικά, έχω θέμα με το ρεαλισμό. Θέλω να ακούω για την πραγματικότητα. Δεν μπορώ αυτό το αδιάφορο που υπάρχει πολλές φορές. Με αστέρια και αγάπες. Θέλω να γράφω για συγκεκριμένα πράγματα.

Η δημόσια επικοινωνία βρίσκεται σε λανθάνουσα πορεία;

Υπάρχει ανάγκη για επικοινωνία, άρα για να υπάρχει ανάγκη, υπάρχει πρόβλημα. Δεν ξέρω αν είναι λανθάνουσα, στοχευμένα λανθάνουσα, όμως σίγουρα στοχευμένα επικοινωνούν στον κόσμο πράγματα που κατά κάποιους «πρέπει» και υπάρχει και ο κόσμος που -από τη μεριά του- επικοινωνεί λάθος. Ειδικά αυτοί που επικοινωνούν από τον καναπέ, επικοινωνούν πολύ λάθος.

Οι άνθρωποι των Τεχνών έχουν ευθύνη για την –και- πολιτιστική κρίση;

Νομίζω πως ναι. Όταν μεγάλοι καλλιτέχνες του τόπου μας έκαναν πράγματα μόνο για τις μίζες, να παίρνουν λεφτά για να στήνουν «ό,τι να ‘ναι» φεστιβάλ, αναμφίβολα εκεί υπάρχει ένα μεγάλο μερίδιο ευθύνης. Πολιτιστική κρίση υπήρχε. Κυρίως από το ‘80 και μετά. Τώρα όμως είναι καλύτερα τα πράγματα, σε ποιοτικό επίπεδο όσον αφορά στον κόσμο. Βλέπει και ακούει διαφορετικά, πιο σωστά πράγματα.

Το τελευταίο σου cdτο διέθεσες δωρεάν για download από το διαδίκτυο. Από θέση ή από ανάγκη;

Από θέση καθαρά. Το προηγούμενο το είχα κάνει σε ένα label , αλλά αυτό ήθελα να το δώσω ελεύθερα σε όποιον το ήθελε. Παρότι δεν είμαι της άποψης του εντελώς ελεύθερου. Ένα αντίτιμο, χρειάζεται. Το cdθα το πάρει ούτως ή άλλως αυτός που θέλει. Αλλά τώρα επειδή δεν βγήκε σε υλική μορφή το άφησα να φύγει έτσι. Το ότι ο πατέρας μου αγόραζε 15 cd και μου έλεγε πως τα είχαν παραγγείλει και μετά πήγαινέ και τα χάριζε, δεν με ενδιέφερε. Γιατί απλώς δε με άκουγαν. Δεν υπάρχει λόγος να φτάσεις εκεί. Είναι το ίδιο με αυτό που γίνεται και στις εφημερίδες. Δίνεις το cdσου σε μία εφημερίδα, θα πάει σε 40 χιλιάδες σπίτια και θα ακούσουν οι 5, που λέει ο λόγος. Εγώ παίζω και στο δρόμο και κάποια στιγμή παραλίγο να τις… φάω από τη δημοτική αστυνομία. Ενώ είναι κάτι καθόλα νόμιμο, εφόσον δεν έρχεσαι σε άμεση οικονομική συναλλαγή. Μου έτυχε να δεχτώ απειλές από αστυνομικό της Δημοτικής Αστυνομίας ότι θα μου «σπάσει τα δόντια» και «δεν θα ξαναπερπατήσω», αν δεν φύγω από εκεί που έπαιζα. Τελικά, έφυγα γιατί ήμουν σε νησί και δεν με έπαιρνε να κάνω κάτι άλλο.




Πηγή: musicpaper.gr